κατακτάω

κατακτάω
κατακτάω / κατακτώ (παρατατ. -ούσα), κατέκτησα και κατάκτησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατακτώ — κατακτάω / κατακτώ (παρατατ. ούσα), κατέκτησα και κατάκτησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”